- τρίβωμος
- τρί-βωμος, ὁ, ein dreifacher od. dreieckiger Altar
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίβωμος — ὁ, Α τριπλός ή τριγωνικός βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βωμός] … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek